ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΑΡΘΕΝΕ , χαῖρε , Κεχαριτωμένη ΜΑΡΙΑ , ὁ Κύριος , μετά Σοῦ · Εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί , καί εὐλογημένος , ὁ καρπός τῆς κοιλίας Σου · ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν ..
ΔΟΞΑ CΟΙ ! ΔΟΞΑ CΟΙ ! ΜΗΤΕΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΟΞΑ CΟΙ ! ΠΑΝΑΓΙΑ ! ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΝΤΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ CΟΙ , ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΘΕΟΤΟΚΕ !!! --- ὙΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, σῶσον ἡμᾶς, τήν ἐκκλησίαν σου, τήν ποίμνην σου, τούς μοναχούς σου, τό ὄρος σου,τά ἔθνη σου, τήν νεολαίαν σου, τόν λαόν, καί χώραν ταύτην καί τόν κόσμον σου ἅπαντα. Ἀμήν ---Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, νά εἶναι :βοηθός, ὁδηγός, ἰατρός, συνεργός, ἀρωγός, ἀγωγός, φωτισμός,στηριγμός, ὁπλισμός, στολισμός,πλουτισμός, χορηγός, κάθε θεϊκῆς ἀγαθότητος στήν ζωήν σας.

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Ὁ Ἐθνικός μας ὕμνος



θνικός μας μνος

χουν περάσει 200 σχεδόν χρόνια πό τήν μεγάλην κείνην μέρα, τς λευθερίας τς Πατρίδος , το θνους μας , πό τήν τυραννίαν τν τούρκων , καί πως εχε μολογήσει Κολοκοτρώνης :... 

Θεός πέγραψεν τήν λευθερίαν τς λλάδος, και δέν παίρνει τήν πογραφήν του πίσω....

νθυμούμεθα , καθ ᾿ κάστην , καί δή ες τάς θνικάς ορτάς, α ποοι φε !!! ομοι !!! δυστυχς καταργονται !!!!! , νθυμώμεθα τούς γνας, τάς θυσίας, τήν τόλμην , τόν μικρόν Δαυίδ  μέ τήν πίστιν , νάντια ες τόν λαζόνα Γολιάθ τόν θεον , καί νδακρεις ἐνθυμούμεθα , καί τόν πολυτιμότερον μνον , τόν θνικόν μας μνον , τό καύχημα τς ποιήσεως , τόν λέγχοντα, τόν νν θνικόν πνον πάρχοντα , καί μέσα μας, ψαλλομεν , δομεν σιωπηλς , καί γενναίως τόν μνον ατόν . 

  ς τόν χαρομεν λόκληρον .

Εναι μεγαλύτερος θνικός μνος ες τόν κόσμον ,  ποτελούμενος πό 158 στροφές   632 στίχους.

 πό ατάς , ο 24 πρτες καθιερώθηκαν ς θνικός μνος τς λλάδας τό 1865.

πό  18 Νοεμβρίου 1966 καθιερώθηκε καί ς θνικός μνος τς Κυπριακς Δημοκρατίας.

Ο δύο πρτες στροφές , νακρούονται καί συνοδεύονται πάντα  , μέ τήν παρσην τς σημαίας , τήν πρωΐα , καί τήν ποστολήν , τήν σπέραν  , ψαλλεται , δεται δέ πισήμως , καί ες πίσήμους ορτάς καί τελετάς · παλαιότερον , πρίν λίγα χρόνια ψάλλετο , καί ες τά σχολεα, !!!! τί αιότεο μάθημα !!! · ψαλλεται , καί καθ ᾿ κάστην ες τά στρατόπεδα μας , ποδίδοντες ρθίως , καί ν κινησί τιμές στρατιωτικο χαιρετισμο..

γράφη πό τόν θνικόν μας ποιητήν Διονύσιον Σολωμό , τόν Μάϊον το 1823 , καί να τος ργότερον δημοσιεύθη ες τό Μεσολόγγι. 

Τό 1828 , λοποιήθη πό τόν Νικόλαον Μάντζαρον  , μέ τετράχρονη νδρική χοωδία , καί κτοτε ψαλλετο ες ορτάς.

ργότερον κολούθησαν καί λλες μελοποιήσεις. 

διος μελοποίησε δευτέρην φοράν τό 1837 , καί τρίτην φοράν τό 1839 -1840 , καί πέβαλλε τό ργον του , διά γγκρισιν , ες τόν Βασιλέα θωνα , λλά δη εχε εσχωρήσει ες τν συνείδησιν τν λλήνων , σάν τό  ντί ν ϊ μας.

 Νά συμψάλλωμεν μαζί ;

1
Σ
γνωρίζω π τν κόψη
το σπαθιο τν τρομερή,
σ γνωρίζω π τν ψη,
πο μ βία μετράει τ γ.

2
π᾿ τ κόκαλα βγαλμένη
τ
ν λλήνων τ ερά,
κα σν πρτα νδρειωμένη,
χαρε, χαρε, λευθεριά!

3
κε μέσα κατοικοσες
πικραμένη, ντροπαλή,
κι να στόμα καρτεροσες,
«λα πάλι», ν σο π.

4
ργειε νά λθη κείνη μέρα
κι ταν λα σιωπηλά,
γιατ τά σκιαζε φοβέρα
κα τ πλάκωνε σκλαβιά.

5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου
μεινε ν λς
περασμένα μεγαλεα
κα διηγώντας τα ν κλας.

6
Κα
καρτέρει, κα καρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
να κτύπαε τ᾿ λλο χέρι
π τν πελπισιά,

7
κι
λεες «πότε, ! πότε βγάνω
τ κεφάλι π τς ρμιές;»
Κα ποκρίνοντο π πάνω
κλάψες, λυσες, φωνές.

8
Τότε
σήκωνες τ βλέμμα
μς στ κλάιματα θολό,
κα ες τ ροχο σου σταζ᾿ αμα
πλθος αμα λληνικό.

9
Μ
τ ροχα αματωμένα
ξέρω τι βγαινες κρυφ
ν
γυρεύς ες τ ξένα
λλα χέρια δυνατά.

10
Μοναχ
τ δρόμο πρες,
ξανάλθες μοναχή,
δν εν᾿ εκολες ο θύρες,
ἐὰν χρεία τς κουρταλ.

11
λλος σου κλαψε ες τ στήθια
λλ᾿ νάσασιν καμι
λλος σο ταξε βοήθεια
κα σ γέλασε φρικτά.

12
λλοι, ϊμέ! στ συμφορά σου,
που χαίροντο πολύ,
«σύρε νά βρς τ παιδιά σου,
σύρε», λέγαν ο σκληροί.

13
Φεύγει
πίσω τ ποδάρι
κα λογλήγορο πατε
τν πέτρα τ χορτάρι
πο τ δόξα σου νθυμε.

14
Ταπεινότατή σου γέρνει
τρισάθλια κεφαλή,
σν πτωχο πο θυροδέρνει
κι ε
ναι βάρος του ζωή.

15
Ναί·
λλ τώρα ντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μ ρμή,
πο κατάπαυστα γυρεύει
τ νίκη τ θανή!

16
π᾿ τ κόκαλα βγαλμένη
τν λλήνων τ ερά,
κα σν πρτα νδρειωμένη
χαρε, χαρε, λευθεριά!

17
Μόλις ε
δε τν ρμή σου
ορανός, πο γι τ᾿ς χθρος
ες τ γ τ μητρική σου
τρεφ᾿ νθια κα καρπούς,

18
γαλήνευσε κα χύθη
καταχθόνια μία βο
κα το Ρήγα σου πεκρίθη
πολεμόκραχτη φωνή1

19
λοι ο τόποι σου σ᾿ κράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
κα τ στόματα φωνάξαν,
σα ασθάνετο καρδιά.

20
φωνάξανε ς τ᾿ στέρια
το ονίου κα τ νησιά,
κα σηκώσανε τ χέρια,
γι ν δείξουνε χαρά,

21
μ
᾿ λον πού ναι λυσωμένο
τ καθένα τεχνικ
κα ες τ μέτωπο γραμμένο
χει: ψεύτρα λευθεριά.

22
Γκαρδιακ
χαροποιήθη
κα το Βάσιγκτον γ
κα τ σίδερα νθυμήθη
πο τν δεναν κι ατή.

23
π᾿ τν πύργο του φωνάζει,
σ ν λέ «σ χαιρετ»,
κα τ χήτη του τινάζει
τ Λεοντάρι τ σπανό.

24
λαφιάσθη τς γγλίας
τ θηρίο κα σέρνει εθς
κατ τ᾿ κρα τς ουσίας
τ μουγκρίσματα τ᾿ς ργς.

25
Ε
ς τ κίνημά του δείχνει
πς τ μέλη εν᾿ δυνατ
κα στο Αγαίου τ κμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.

26
Σ
ξανοίγει π τ νέφη
κα τ μάτι το ετο,
πο φτερ κα νύχια θρέφει
μ τ σπλάχνα το ταλο·

27
κα
σ᾿ σ καταγειρμένος,
γιατ πάντα σ μισε,
κρωζ᾿, κρωζε σκασμένος,
ν σ βλάψ, ν μπορ.

28
λλο σ δν συλλογιέσαι
πάρεξ πο θ πρωτοπς
δν μιλες κα δν κουνιέσαι
στς βρισίες που γρικς·

29
σ
ν τ βράχον που φήνει
κάθε κάθαρτο νερ
ες τ πόδια του ν χύν
εκολόσβηστον φρό,

30
που φήνει νεμοζάλη
κα χαλάζι κα βροχ
ν το δέρνουν τ μεγάλη,
τν αώνια κορυφή.

31
Δυστυχιά του,
δυστυχιά του,
ποιανο θέλει βρεθ
στ μαχαρι σου ποκάτου
κα σ᾿ κενο ντισταθ.

32
Τ
θηρίο, π᾿ νανογιέται
π
ς το λείπουν τ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αμα νθρώπινο διψ.

33
Τρέχει, τρέχει
λα τ δάση,
τ λαγκάδια, τ βουνά,
κα που φθάση, που περάσ
φρίκη, θάνατος, ρμιά·

34
ρμιά, θάνατος κα φρίκη,
που πέρασες κι σύ·
ξίφος
ξω π τν θήκη
πλέον νδρείαν σο προξενε.

35
δο μπρός σου τοχος στέκει
τς θλίας Τριπολιτσς·
τώρα τρόμου στροπελέκι
ν τς ρίψς πιθυμς.

36
Μεγαλόψυχο τ
μάτι
δείχνει πάντα πως νικε,
κα ς εναι ρματα γεμάτη
κα πολέμιαν χλαλοή.

37
Σο
προβαίνουνε κα τρίζουν,
γι ν δς πς εν᾿ πολλ
δν κος πο φοβερίζουν
νδρες μύριοι κα παιδιά;2

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θ
σς μείνουνε νοιχτά,
γι ν κλαύσετε τ σώματα,
πο θ ναρ συμφορά.

39
Κατεβαίνουνε, κα
νάφτει
το πολέμου ναλαμπή·
τ
τουφέκι νάβει, στράφτει,
λάμπει, κόφτει τ σπαθί.

40
Γιατί
μάχη στάθη λίγη;
λίγα τ αματα γιατί;
τν χθρ θωρ ν φύγ
κα στ κάστρο ν᾿ νεβ.3

41
Μέτρα! ε
ν᾿ πειροι ο φευγάτοι,
πο φεύγοντας δειλιον·
τ λαβώματα στν πλάτη
δέχοντ᾿, στε ν᾿ νεβον.

42
κε μέσα καρτερετε
τν φεύγατη φθορά·
νά, σς φθάνει· ποκριθτε
στς νυκτς τ σκοτεινιά.4

43
ποκρίνονται, κα μάχη
τσι ρχίζει, που μακρι
π ράχη κε σ ράχη
ντιβούιζε φοβερά.

44
κούω κούφια τ τουφέκια,
κούω σμίξιμο σπαθιν,
κούω ξύλα, κούω πελέκια,
κούω τρίξιμο δοντιν.

45
! τί νύκτα ταν κείνη
πο τν τρέμει λογισμός;
λλος πνος δν γίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

46
Τ
ς σκηνς ρα, τόπος,
ο κραυγές, ταραχή,
σκληρόψυχος τρόπος
το πολέμου, κα ο καπνοί,

47
κα
ο βροντές, κα τ σκοτάδι,
που ντίσκοφτε φωτιά,
παράσταιναν τν δη
πο καρτέρειε τ σκυλιά·

48
τ
᾿ καρτέρειε. φαίνοντ᾿ σκιοι
ναρίθμητοι γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη κόμη ες τ βυζί.

49
λη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ντάφια συντροφιά,
σ
ν τ ροχο ποσκεπάζει
τ κρεββάτια τ στερνά.

50
Τόσοι, τόσοι
νταμωμένοι
πετιοντο π τ γ,
σοι εν᾿ δικα σφαγμένοι
π τούρκικην ργή.

51
Τόσα πέφτουνε τ
θέρι-
σμένα στάχια ες τος γρούς·
σχεδν λα κει τ μέρη
σκεπάζοντο π᾿ ατούς.

52
Θαμποφέγγει κανέν
᾿ στρο,
κα ναδεύοντο μαζί,
ναβαίνοντας τ κάστρο
μ νεκρώσιμη σιωπή.

53
τσι χάμου ες τν πεδιάδα,
μς στ δάσος τ πυκνό,
ταν στέλν μίαν χνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,

54
ἐὰν ο νεμοι μς στ᾿ δεια
τ κλαδι μουγκοφυσον,
σειο
νται, σειονται τ μαυράδια,
που ο κλνοι ντικτυπον.

55
Μ
τ μάτια τους γυρεύουν
που εν᾿ αματα πηχτά,
κα μς στ᾿ αματα χορεύουν
μ βρυχίσματα βραχνά,

56
κα
χορεύοντας μανίζουν
ες τος λληνας κοντά,
κα τ στήθια τους γγίζουν
μ τ χέρια τ ψυχρά.

57
κει τ γγισμα πηγαίνει
βαθι μς στ σωθικά,
θεν λη λύπη βγαίνει,
κα κρα ασθάνονται σπλαχνιά.

58
Τότε α
ξαίνει το πολέμου
χορς τρομακτικά,
σν τ σκόρπισμα το νέμου
στο πελάου τ μοναξιά.

59
Κτυπο
ν λοι πάνου κάτου·
κάθε κτύπημα πο βγ
εναι κτύπημα θανάτου,
χωρς ν δευτερωθ.

60
Κάθε σ
μα δρώνει, ρέει
λς κα κεθεν ψυχ
π᾿ τ μσος πο τν καίει
πολεμάει ν πεταχθ.

61
Τ
ς καρδίας κτυπίες βροντνε
μς στ στήθια τους ργά,
κα
τ χέρια πο χουμνε
περισσότερο εν᾿ γοργά.

62
Ο
ρανς γι᾿ ατος δν εναι,
οδ πέλαο, οδ γ·
γι᾿ ατος λους τ πν εναι
μαζωμένο ντάμα κε.

63
Τόση
μάνητα κα ζάλη,
πο στοχάζεσαι, μ πς
π μία μερι κα π᾿ λλη
δν μείν νας ζωντανός.

64
Κοίτα χέρια
πελπισμένα
πς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

65
κα
παλάσκες κα σπαθία
μ λοσκόρπιστα μυαλά,
κα μ λόσχιστα κρανία
σωθικ λαχταριστά.

66
Προσοχ
καμία δν κάνει
κανείς, χι, ες τ σφαγ
πνε πάντα μπρός. ! φθάνει,
φθάνει ως πότε ο σκοτωμοί;

67
Πο
ος φήνει κε τν τόπο,
πάρεξ ταν ξαπλωθ;
Δν ασθάνονται τν κόπο
κα λς κι εναι ες τν ρχή.

68
λιγόστευαν ο σκύλοι,
κα «λλά» φώναζαν, «λλά»
κα τν χριστιανν τ χείλη
«φωτιά» φώναζαν, «φωτιά».

69
Λεονταρόψυχα
κτυπιοντο,
πάντα φώναζαν «φωτιά»,
κα ο μιαρο κατασκορπιοντο,
πάντα σκούζοντας «λλά».

70
Παντο
φόβος κα τρομάρα
κα φωνς κα στεναγμοί·
παντο κλάψα, παντο ντάρα,
κα παντο ξεψυχισμοί.

71
ταν τόσοι! πλέον τ βόλι
ες τ᾿ ατι δν τος λαλε.
λοι χάμου κείτοντ᾿ λοι
ες τν τέταρτην αγή.

72
Σ
ν ποτάμι τ αμα γίνη
κα κυλάει στ λαγκαδιά,
κα τ θο χόρτο πίνει
αμα ντς γι τ δροσιά.

73
Τ
ς αγς δροσάτο έρι,
δν φυσς τώρα σ πλι
στν ψευδόπιστων τ στέρι5
φύσα, φύσα ες τ Σταυρό.

74
π᾿ τ κόκαλα βγαλμένη
τν λλήνων τ ερά,
κα σν πρτα νδρειωμένη,
χαρε, χαρε, λευθεριά!

75
Τ
ς Κορίνθου δο κα ο κάμποι
δν λάμπ᾿ λιος μοναχ
ες τος πλάτανους, δν λάμπει
ες τ᾿ μπέλια, ες τ νερά·

76
ε
ς τν συχον αθέρα
τώρα θα δν ντηχε
τ λαλήματα φλογέρα,
τ βελάσματα τ ρνί·

77
τρέχουν
ρματα χιλιάδες
σν τ κμα ες τ γιαλ
λλ᾿ ο νδρεοι παλικαράδες
δν ψηφον τν ριθμό.

78
τρακόσιοι! σηκωθτε
κα ξανάλθετε σ᾿ μς·
τ παιδιά σας θέλ᾿ δτε
πόσο μοιάζουνε μ᾿ σς.

79
λοι κενοι τ φοβονται,
κα μ πάτημα τυφλ
ες τν Κόρινθο ποκλειονται
κι λοι χάνουνται π᾿ δ.

80
Στέλνει
γγελος το λέθρου
πεναν κα θανατικ
πο σ σχμα νς σκελέθρου
περπατο
ν ντάμα ο δυό·

81
κα
πεσμένα ες τ χορτάρια
πεθαίνανε παντο
τ θλιμμένα πομεινάρια
τς φυγς κα το χαμο.

82
Κα
σ θάνατη, σ θεία,
πο ,τι θέλεις μπορες,
ες τν κάμπο, λευθερία,
ματωμένη περπατες.

83
Στ
σκι χεροπιασμένες,6
στ σκι βλέπω κι γ
κρινοδάκτυλες παρθένες,
που κάνουνε χορό·

84
στ
χορ γλυκογυρίζουν
ραία μάτια ρωτικά,
κα ες τν αρα κυματίζουν
μαρα, λόχρυσα μαλλιά.

85
ψυχή μου ναγαλλιάζει
πς κόρφος καθεμις
γλυκοβύζαστο τοιμάζει
γάλα νδρείας κα λευθερις.

86
Μ
ς στ χόρτα, τ λουλούδια,
τ ποτήρι δν βαστ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σν τν Πίνδαρο κφων.

87
π᾿ τ κόκαλα βγαλμένη
τν λλήνων τ ερά,
κα σν πρτα νδρειωμένη,
χαρε, χαρε, λευθεριά!

88
Π
γες ες τ Μεσολόγγι
τν μέρα το Χριστο,
μέρα πο
νθισαν ο λόγγοι7
γι τ τέκνο το Θεο.

89
Σο
λθε μπρς λαμποκοπώντας
Θρησκεία μ᾿ να σταυρ
κα τ δάκτυλο κινώντας
που νε τν ορανό,

90
«σ
᾿ ατό», φώναξε, «τ χμα
στάσου λόρθη, λευθεριά»·
κα
φιλώντας σου τ στόμα
μπαίνει μς στν κκλησιά.8

91
Ε
ς τν τράπεζα σιμώνει,
κα τ σύγνεφο τ χν
γύρω γύρω της πυκνώνει
πο σκορπάει τ θυμιατό.

92
γρικάει τν ψαλμδία
πο δίδαξεν ατή·
βλέπει τ φωταγωγία
στος γίους μπρς χυτή.

93
Ποιο
εν᾿ ατο πο πλησιάζουν
μ πολλ ποδοβολή,
κι ρματ᾿, ρματα ταράζουν;
πετάχτηκες σύ.

94
! τ φς, πο σ στολίζει
σν λίου φεγγοβολ
κα μακρόθεν σπινθηρίζει,
δν εναι, χι, π τ γ·

95
λάμψιν
χει λη φλογώδη
χελος, μέτωπο, φθαλμός·
φς τ χέρι, φς τ πόδι,
κι λα γύρω σου εναι φς.

96
Τ
σπαθί σου ντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατς,
σν τν πύργο μεγαλώνεις,
κα ες τ τέταρτο κτυπς·

97
μ
φων πο καταπείθει
προχωρώντας μιλες·
«Σήμερ᾿, πιστοι, γεννήθη,
ναί, το κόσμου Λυτρωτής».

98
Α
τς λέγει… «φοκρασθτε
γ εμ᾿ λφα, μέγα γώ·9
πέστε, πο θ᾿ ποκρυφθτε
σες λοι, ν ργισθ;

99
»Φλόγα
κοίμητήν σας βρέχω,
πο μ᾿ ατν ν συγκριθ
κείνη κάτω που σας χω
σν δροσι θέλει βρεθ.

100
»Κατατρώγει,
σν τ σχίζα,
τόπους μετρα ψηλούς,
χ
ρες, ρη π τ ρίζα,
ζα κα δένδρα κα θνητούς,

101
»κα
τ πν τ κατακαίει,
κα δν σζεται πνοή,
πάρεξ το νέμου πο πνέει
μς στ στάχτη τ λεπτή».

102
Κάποιος
θελε ρωτήσει:
το θυμο του εσαι δελφή;
Ποος εν᾿ ξιος ν νικήσ
μ᾿ σ ν μετρηθ;

103
γ ασθάνεται τν τόση
το χεριο σου νδραγαθιά,
πο λην θέλει θανατώσ
τ μισόχριστη σπορά.

104
Τ
ν ασθάνονται, κα φρίζουν
τ νερά, κα τ᾿ γρικ
δυνατ ν μουρμουρίζουν
σν ν ρυάζετο θηριό.

105
Κακορίζικοι, πο
πάτε
το χελου μς στ ροή,10
κα πιδέξια πολεμτε
π τν καταδρομ

106
ν
᾿ ποφύγετε! τ κμα
γινε λο φουσκωτό·
κε ερήκατε τ μνμα
πρν ν ερτε φανισμό.

107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας
χθρο,
κα τ ρεμα γαργαρίζει
τς βλασφήμιες το θυμο.

108
Σφαλερ
τετραποδίζουν
πλθος λογα, κα ρθ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
κα πατον ες τ κορμιά.

109
Πο
ος στν σύντροφον πλώνει
χέρι, σν ν βοηθηθ·
ποος τ σάρκα του δαγκώνει,
σο που ν νεκρωθ·

110
κεφαλ
ς πελπισμένες
μ τ μάτια πεταχτά,
κατ τ᾿ στρα σηκωμένες
γι
τν στερη φορά.

111
Σβηέται -α
ξαίνοντας πρώτη
το χελου νεροσυρμή-
τ χλιμίτρισμα, κα ο κρότοι
κα το νθρώπου ο γογγυσμοί.

112
τσι ν᾿ κουα ν βουίξ
τν βαθν κεανό,
κα στ κμα του ν πνίξ
κάθε σπέρμα γαρηνό·

113
Κα
κε ποναι γία Σοφία,
μς στος λόφους τος πτά,
λα τ᾿ ψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
σωριασμένα ν
τ σπρώξ
κατάρα το Θεο,
κι π᾿ κε ν τ μαζώξ
δελφός του Φεγγαριο.11

115
Κάθε πέτρα μν
μα ς γέν,
κα Θρησκεία κι λευθερι
μ᾿ ργοπάτημα ς πηγαίν
μεταξύ τους, κα ς μετρ.

116
να λείψανο νεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι λλο ξάφνου κατεβαίνει
κα δν φαίνεται κα πλιό.

117
Κα
χειρότερα γριεύει
κα φουσκώνει ποταμός·
πάντα πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβισμα κα
φρός.

118
! γιατί δν χω τώρα
τ φων το Μωυσ;
Μεγαλόφωνα, τν ρα
που σβηοντο ο μισητοί,

119
τ
ν Θεν εχαριστοσε
στο πελάου τ λύσσα μπρός,
κα τ λόγια χολογοσε
ναρίθμητος λαός·

120
κλουθάει τν ρμονία
δελφή του αρών,
προφήτισσα Μαρία,
μ᾿ να τύμπανο τερπνόν,12

121
κα
πηδον λες ο κόρες
μ τς γκάλες νοικτές,
τραγουδώντας, νθοφόρες,
μ τ τύμπανα κι κειές.

122
Σ
γνωρίζω π τν κόψη
το σπαθιο τν τρομερή,
σ γνωρίζω π τν ψη,
πο μ βία μετράει τ γ.

123
Ε
ς ατήν, εν᾿ ξακουσμένο,
δν νικιέσαι σ ποτέ·
μως, χι, δν εν᾿ ξένο
κα τ πέλαγο γι σέ.

124
Τ
στοιχεον ατ ξαπλώνει
κύματ᾿ πειρα ες τ γ,
μ τ ποα τν περιζώνει
κι εναι εκόνα σου λαμπρή.

125
Μ
βρυχίσματα σαλεύει,
πο τρομάζει κο
κάθε ξύλο κινδυνεύει
κα λιμιώνα ναζητε.

126
Φαίνετ
᾿ πειτα γαλήνη
κα τ λάμψιμο το λιο,
κα τ χρώματα ναδίνει
το γλαυκότατου ορανο.

127
Δ
ν νικιέσαι, εν᾿ ξακουσμένο,
στν ξηρν σ ποτ
μως, χι, δν εν᾿ ξένο
κα
τ πέλαγο γι σέ.

128
Περνο
ν πειρα τ ξάρτια,
κα σν λόγγος στριμωχτ
τ τρεχούμενα κατάρτια,
τ λοφούσκωτα πανιά.

129
Σ
τς δύναμές σου σπρώχνεις,
κα γκαλ δν εν᾿ πολλές,
πολεμώντας λλα διώχνεις,
λλα παίρνεις, λλα κας

130
μ
πιθύμια ν τηράζς
δυ μεγάλα σ θωρ,13
κα θανάσιμον τινάζεις
ναντίον τους κεραυνό.

131
Πιάνει, α
ξαίνει, κοκκινίζει
κα σηκώνει μία βροντή,
κα τ πέλαο χρωματίζει
μ αματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ
᾿ λοι ο πολεμάρχοι
κα δν μνέσκει να κορμί·
χάρου, σκι το Πατριάρχη,
πο
σ᾿ πέταξεν κε.

133
κρυφόσμιγαν ο φίλοι
μ τ᾿ς χθρούς τους τ Λαμπρή,
κα τος τρεμαν τ χείλη
δίνοντάς τα ες τ φιλί.

134
Κει
ς τς δάφνες πο σκορπίστε14
τώρα πλέον δν τς πατε,
κα τ χέρι που φιλστε
πλέον, ! πλέον δν ελογε.

135
λοι κλαστε· ποθαμένος
ρχηγς τς κκλησις·
κλαστε, κλαστε κρεμασμένος
σν ντανε φονιάς.

136
χει λάνοιχτο τ στόμα
π᾿ ρες πρτα εχε γευθε
τ᾿ γιον Αμα, τ᾿ γιον Σμα·
λς πς θεν ξαναβγ

137
κατάρα πο εχε φήσει
λίγο πρν ν δικηθ
ε
ς ποον δν πολεμήσ
κα μπορε ν πολεμ.

138
Τ
ν κούω, βροντάει, δν παύει
ες τ πέλαγο, ες τ γ,
κα μουγκρίζοντας νάβει
τν αώνιαν στραπή.

139
καρδι συχνοσπαράζει…
Πλν τί βλέπω; Σοβαρ
ν σωπάσω μ προστάζει
μ τ δάκτυλο θεά.

140
Κοιτάει γύρω ε
ς τν Ερώπη
τρες φορς μ᾿ νησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στν λλάδα, κα ρχιν:

141
«Παλληκάρια μου! ο
πολέμοι
γι σς λοι εναι χαρά,
κα τ γόνα σας δν τρέμει
στος κινδύνους μπροστά.

142
»
π᾿ σς πομακραίνει
κάθε δύναμη χθρική·
λλ νίκητη μι μένει
πο τς δάφνες σας μαδε.

143
»Μία, πο
ταν σν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι π τ νίκη,
χ! τν νον σας τυραννε.

144
»
Διχόνια, πο βαστάει
να σκπτρο δολερ
καθενς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι σύ.

145
»Κει
τ σκπτρο πο σς δείχνει,
χει λήθεια ραα θωριά·
μν τ πιστε, γιατ ρίχνει
εσ δάκρυα θλιβερά.

146
»
π στόμα που φθονάει,
παλικάρια, ς μν πωθ,
πς τ χέρι σας κτυπάει
το δελφο τν κεφαλή.

147
»Μ
ν επον στ στοχασμό τους
τ ξένα θνη ληθινά:
«Ἐὰν μισονται νάμεσό τους,
δν τος πρέπει λευθεριά».

148
»Τέτοια
φήστενε φροντίδα·
λο τ αμα πο χυθ
γι θρησκεία κα γι πατρίδα,
μοιαν χει τν τιμή.

149
»Στ
αμα ατό, πο δν πονετε,
γι πατρίδα, γι θρησκειά,
σς ρκίζω, γκαλιασθτε
σν δέλφια γκαρδιακά.

150
»Πόσον λείπει, στοχασθ
τε,
πόσο κόμη ν παρθ
πάντα νίκη, ν νωθτε,
πάντα σς θ᾿ κολουθ.

151
»
κουσμένοι ες τν νδρεία!
Καταστστε να σταυρ
κα φωνάξετε μ μία:
Βασιλες, κοιτάξτ᾿ δ.

152
»Τ
σημεον πο προσκυντε
εναι τοτο, κα γι᾿ ατ
ματωμένους μας κοιττε
στν γνα τ σκληρό.

153
»
κατάπαυστα τ βρίζουν
τ σκυλι κα τ πατον
κα τ τέκνα του φανίζουν
κα τν πίστη ναγελον.

154
»
ξ ατίας του σπάρθη, χάθη
αμα θο χριστιανικό,
πο φωνάζει π τ βάθη
τς νυκτός: «Ν κδικηθ».

155
»Δ
ν κοτε σες εκόνες
το Θεο, τέτοια φωνή;
Τώρα πέρασαν αἰῶνες
κα δν παυσε στιγμή.

156
»Δ
ν κοτε; ες κάθε μέρος
σν το βελ καταβο·
δν εν᾿ φύσημα το έρος
πο σφυρίζει ες τ μαλλιά.

157
»Τί θ
κάμετε; θ᾿ φστε
ν ποκτήσωμεν μες
Λευθεριάν, θ τν λστε
ξ ατίας Πολιτικς;

158
»Το
το νίσως μελεττε,
δού, μπρός σας τν Σταυρό·
Βασιλες! λτε, λτε,
κα κτυπήσετε κι δ».

Διονύσιος Σολωμός .1823 .
 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *